- ἀναλόγου
- ἀνάλογοςaccording to a duemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неподобьство — НЕПОДОБЬСТВ|О (3*), А с. То же, что неподобиѥ в 1 знач.: неподобьствомь кымь насилѧющю (ἀναλόγου!) ПНЧ 1296, 12 об.; и грѣхъ хотѧщихъ ка˫атисѧ ѿлучити подобаеть лѣто ѹречено. по неподобьству съгрѣшени˫а (κατὰ τὴν ἀναλογίαν!) ПНЧ XIV, 170а; всѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
αλμανάκ — Τύπος ημερολογίου, που εκτός από την ένδειξη των μηνών και των ημερών του χρόνου, των αστρονομικών φαινομένων και των εορτών, περιέχει επίσης ανέκδοτα, ποιηματάκια, συμβουλές, αινίγματα και λαϊκές προφητείες. Α. υπήρχαν και στα αρχαιότατα χρόνια… … Dictionary of Greek
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
καλλισπούδης — ο είδος κακού πνεύματος ανάλογου με τον καλικάντζαρο … Dictionary of Greek
λαζάνια — τα είδος ζυμαρικού ανάλογου με τα μακαρόνια, αλλά με σχήμα ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lasagna < δημ. λατ. lasania < λατ. lasanum < αρχ. ελλ. λάσανον «τρίπους, σχάρα»] … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek